- σωματοποίησις
- σωμᾰτοποί-ησις, εως, ἡ,A the giving of bodily existence, Ptol.Tetr.105, Herm. ap. Stob.1.41.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωματοποίησις — the giving of bodily existence fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοποιήσει — σωματοποίησις the giving of bodily existence fem nom/voc/acc dual (attic epic) σωματοποιήσεϊ , σωματοποίησις the giving of bodily existence fem dat sg (epic) σωματοποίησις the giving of bodily existence fem dat sg (attic ionic) σωματοποιέω give… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοποίηση — η / σωματοποίησις, ήσεως, ΝΜΑ [σωματοποιῶ] 1. πρόσδοση σωματικής, υλικής υπόστασης 2. η προσωποποίηση, η παρουσίαση αφηρημένων εννοιών με σωματική υπόσταση («ὁ θεὸς κάθηται ἐπὶ θρόνου ἁγίου αὐτοῡ τῇ σωματοποιήσει τὸ γινόμενον διηγούμενος», Θεόδ.… … Dictionary of Greek
σωματοποιήσεως — σωματοποιήσεω̆ς , σωματοποίησις the giving of bodily existence fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοποιήσῃ — σωματοποιήσηι , σωματοποίησις the giving of bodily existence fem dat sg (epic) σωματοποιέω give bodily existence to aor subj mid 2nd sg σωματοποιέω give bodily existence to aor subj act 3rd sg σωματοποιέω give bodily existence to fut ind mid 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)